ηχηρότητα

ηχηρότητα
[-ης (-ητος)] η звучность, звонкость; громкость

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Смотреть что такое "ηχηρότητα" в других словарях:

  • ηχηρότητα — η η ιδιότητα τών ηχηρών σωμάτων. [ΕΤΥΜΟΛ. < ηχηρός. Η λ. στον λόγιο τ. ηχηρότης μαρτυρείται από το 1894 στην εφημερίδα Παλιγγενεσία] …   Dictionary of Greek

  • ηχηρότητα — η το να είναι κάτι ηχηρό …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ευφωνία — η (Α εὐφωνία) [εύφωνος] 1. διαύγεια, καθαρότητα στη φωνή, γλυκιά, μελωδική φωνή («οὔτε εὐφωνίᾳ τοσοῡτον διαφέρουσιν Ἀθηναῑοι τῶν ἄλλων οὔτε σωμάτων μεγέθει καὶ ρώμῃ ὅσον φιλοτιμίᾳ», Ξεν.) 2. γραμμ. η αρμονική αλληλουχία τών φθόγγων («διὰ εὐφωνίαν …   Dictionary of Greek

  • λιγυφωνία — λιγυφωνία, ἡ (Α) [λιγύφωνος] η καθαρότητα και ηχηρότητα τῆς φωνής …   Dictionary of Greek

  • σικχός — ο, ΜΑ (κατά τον Ησύχ. και τον Ευστ.) βδελυρός, σιχαμένος, αηδιαστικός αρχ. 1. αυτός που δύσκολα ευχαριστείται με κάτι ή αυτός που εύκολα αηδιάζει με κάτι, ο σιχασιάρης 2. συνεκδ. δύσκολος, δύστροπος, ιδίως στην τροφή («οἱ δὲ σικχοὶ καὶ νοσώδεις… …   Dictionary of Greek

  • τορός — (I) ά, όν, ΜΑ 1. (για φωνή ή ήχο) οξύς, διαπεραστικός («φωνὴ λαμπρὰ καὶ φθέγμα τορόν», Λουκιαν.) 2. το ουδ. ως ουσ. τὸ τορόν η ηχηρότητα, το να είναι ο ήχος διαπεραστικός («τὸ τοῡ προφερομένου λόγου τορὸν καὶ τρανέστατον», Ευστ.) αρχ. 1. (για το… …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»